- μεσόχωρος
- μεσόχωρος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στο μέσον κάποιας χώρας, ο μεσόγειος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόχωροντο μέσο διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -χωρος (< χώρα), πρβλ. ομοιό-χωρος, πληθό-χωρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσόχωρον — μεσόχωρος midland masc/fem acc sg μεσόχωρος midland neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόχωρα — μεσόχωρος midland neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσοχωρίτης — ο, θηλ. ισσα 1. ο κάτοικος χωριού ή κωμόπολης που βρίσκεται στα μεσόγεια, ο κάτοικος μεσοχωριού 2. συνεκδ. αγροίκος, απολίτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόχωρος] … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek